φορμαρισμένος

φορμαρισμένος
-η, -ο, Ν
(για πράγμ.) διαμορφωμένος, σχηματισμένος
2. (για προσ.) αυτός που βρίσκεται σε φόρμα, σε καλή φυσική κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμάρω + κατάλ. -ισμένος τών μτχ. τών ρ. σε -ίζομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φορμάρω — φόρμαρα και φορμάρισα, φορμαρίστηκα, φορμαρισμένος 1. διαμορφώνω, σχηματίζω, πλάθω. 2. η μτχ. παθ. πρκ. ως επίθ., φορμαρισμένος, η, ο αυτός που βρίσκεται σε φόρμα, που έχει γίνει πολύ ικανός, πολύ άξιος: Φορμαρισμένος ποδοσφαιριστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεφορμάρω — 1. βγάζω κάτι από τη φόρμα του, από το καλούπι του 2. αλλάζω το κανονικό σχήμα ενός αντικειμένου, την αρχική μορφή του, προσδίδω σε κάτι άλλη μορφή, τό κάνω να χάσει τη φόρμα του 3. μέσ. ξεφορμάρομαι παύω να είμαι φορμαρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • φορμάρομαι — φορμάρομαι, φορμαρίστηκα, φορμαρισμένος βλ. πίν. 54 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”